Ένα σύντομο νοερό ταξίδι στο παρελθόν του Πυργετού
Του δικηγόρου Αλέξη Κ. Αλεξίου
Θέλω να εξομολογηθώ στον αναγνώστη ότι για μένα, που ζω εδώ και μισόν αιώνα στη Θεσσαλονίκη, αποτελεί μεγάλη χαρά η ευκαιρία να γράψω κάτι για τον τόπο μου, τον τόπο που γεννήθηκα, βαφτίστηκα, έμαθα τα πρώτα γράμματα, έκανα τους πρώτους φίλους και όπου βρίσκονται τα οστά των γονέων και των προγόνων μου.
Είναι δικαιολογημένη η χαρά μου όταν γυρίζω στον Πυργετό όχι για κηδείες και μνημόσυνα, αλλά για άλλου είδους γεγονότα και εκδηλώσεις. Γι΄αυτό ένοιωσα συγκίνηση όταν παραβρέθηκα στην εκδήλωση του Πολιτιστικού Συλλόγου Πυργετού της 2-12-2018 για την παρουσίαση του βιβλίου του συντοπίτη μας Κώστα Πουλιανίτη «Ο ΠΥΡΓΕΤΟΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ», όπου μάλιστα μου έγινε η τιμή να είμαι ο κύριος ομιλητής. Είχα αισθανθεί την ίδια χαρά όταν πριν από 43 χρόνια, το Πάσχα του 1975, είχα προεδρεύσει στην εκδήλωση που πάρθηκε η απόφαση να ιδρύσουμε τον Πολιτιστικό Σύλλογο, για τον οποίο -κολακεύομαι να πιστεύω- έπαιξα κι εγώ κάποιο ρόλο, συντάσσοντας το Καταστατικό του και διεκπεραιώνοντας τη διαδικασία του Πρωτοδικείου (τα λέει πολύ καλά ο γιατρός Θόδωρος Αλεξίου στο αφήγημα που έγραψε στο παραπάνω βιβλίο).
Όπως οι περισσότεροι συντοπίτες μου γνωρίζουν, είμαι γιός του Κωσταντούλα και της Αγορίτσας Αλεξίου. Από τους γονείς μου, που πέθαναν πριν από λίγα χρόνια, κληρονόμησα –μαζί με τον αδερφό μου- μια σημαντική περιουσία σε χωράφια και οικόπεδα στον Πυργετό (δε θα σχολιάσω το ότι αυτό σήμερα θεωρείται κάτι σαν … τιμωρία, λόγω ΕΝΦΙΑ και άλλων φόρων).
Όμως, εκτός από τα περιουσιακά στοιχεία κληρονόμησα, όπως όλοι μας, και κάποια πολιτιστικά στοιχεία, αυτά που ονομάζουμε «πολιτιστική κληρονομιά».
Κάθε λαός και κάθε τόπος έχει την ιστορία και τις παραδόσεις του. Έθιμα, τελετές, ιστορίες και παραμύθια των γιαγιάδων μας, τραγούδια, χοροί, ενδυμασίες, εργαλεία και καθημερινά αντικείμενα άλλων εποχών, όλα αυτά κι άλλα πολλά αποτελούν την πολιτιστική μας κληρονομιά.
Τη λέμε κληρονομιά γιατί σημαίνει πως κάτι ξεχωριστό που παραλάβαμε από τους γονείς και τους παππούδες μας πρέπει να το διαφυλάξουμε για να το παραδώσουμε στα παιδιά και στα εγγόνια μας. Από άγνοια ή αδιαφορία έχουμε χάσει πολλά από αυτά τα στοιχεία, τα πολιτιστικά μας αγαθά, όπως τα λέμε. Η παιδεία μας μάλλον δεν φρόντισε αρκετά να μάθει στα παιδιά, από μια πρώιμη ηλικία, την αξία των πολιτιστικών αγαθών και το σεβασμό γι’ αυτά. Δεν είναι περίεργο που η νέα γενιά ρυπαίνει ή καταστρέφει μνημεία που πρέπει να διαφυλάσσουμε σαν τα μάτια μας.
Ωστόσο, ακόμα προφταίνουμε να σώσουμε κάτι από το παρελθόν μας. Γι΄αυτό κάθε συστηματική προσπάθεια να καταγράψουμε και να προβάλουμε κάποια κομμάτια της πολιτιστικής μας κληρονομιάς που σώζονται ακόμα έχει ιδιαίτερη αξία και σημασία και μας βοηθά να διατηρήσουμε την υπερηφάνεια μας για την καταγωγή μας και την πολιτιστική μας ταυτότητα.
Ξεκινώντας από αυτήν τη σκέψη υπέκυψα στον πειρασμό να ανασύρω από τη μνήμη μου και να αποτυπώσω στο χαρτί κάποια γεγονότα που σκιαγραφούν την εικόνα του παλαιού Πυργετού. Γι΄αυτό θα χρειασθεί να πάμε πίσω στο χρόνο και να κάνουμε νοερά ένα σύντομο ταξίδι στο παρελθόν του Πυργετού. Να δούμε πώς ήταν ο Πυργετός πριν από 60 περίπου χρόνια, όταν εγώ ήμουν παιδάκι με κοντό παντελονάκι.
Ο Πυργετός απέχει από το κέντρο των Τρικάλων περίπου 1500 μέτρα. Δεν ήταν ούτε πόλη ούτε χωριό. Αυτό υπήρξε μεγάλο μειονέκτημα που τον εμπόδισε να αποκτήσει μια αυτοτέλεια και μια ξεχωριστή πολιτιστική οντότητα. Δεν είναι τυχαίο ότι δεν είχε καφενείο, όταν τα άλλα χωριά παραδοσιακά είχαν και έχουν δυο τουλάχιστον καφενεία. Μάλιστα συνήθως στο ένα πήγαιναν οι δεξιοί και στο άλλο οι κεντρώοι και οι αριστεροί. Θυμάμαι ότι ο παππούς μου, ο Αλεξάκος, πήγαινε σχεδόν κάθε μέρα στο καφενείο του Κωστίκα στα Τρίκαλα και έπαιζε πρέφα (και επειδή ήταν πολύ καλός στα χαρτιά μου έφερνε πάντα ένα λουκούμι, αυτό που κέρδιζε από τους συμπαίκτες του).
Ας δούμε λοιπόν ενδεικτικά τι είχε και τι δεν είχε την εποχή εκείνη ο Πυργετός. Ασφαλώς δεν είχε άσφαλτο, δεν είχε τηλέφωνο, δεν είχε ηλεκτρικό ρεύμα. Το ρεύμα ήρθε το 1964. Μέχρι τότε είμασταν με λάμπες πετρελαίου. Εβγαλα όλες τις τάξεις του δημοτικού και του γυμνασίου διαβάζοντας το βράδυ τα μαθήματά μου με μια λάμπα πετρελαίου. Θα μου πείτε, γιατί το βράδυ. Απλούστατα διότι τη μέρα δε μας το επέτρεπαν οι δουλειές που μας ζητούσαν οι γονείς μας και βέβαια το παιχνίδι. Και τη μια έσπαγε το λαμπόγυαλο, την άλλη καιγόταν το φυτίλι ή τελείωνε το πετρέλαιο. Το τηλέφωνο ήρθε το 1968, σε δυο δόσεις. Αρχικά εγκαταστάθηκε ένα μοναδικό τηλέφωνο στο παντοπωλείο του «Κιτσιάκου» (Χρήστου Νταούλα) και κάθε φορά που κάποιος καλούσε έτρεχε ο Χρήστος πρόθυμα (ας είναι καλά ο άνθρωπος) και ειδοποιούσε τον καλούμενο να πάει να μιλήσει. Σε δεύτερη φάση αργότερα άρχισε σιγά-σιγά να γίνεται εγκατάσταση τηλεφωνικής γραμμής σε κάθε σπίτι.
Οι δρόμοι ήταν χωματόδρομοι, το καλοκαίρι όλο χώμα και σκόνη και βουνιές από τα ζώα. Και υπήρχαν πάρα πολλά ζώα την εποχή εκείνη, ιδίως γελάδια, πρόβατα, άλογα, γαιδούρια. Μόλις τέλειωνε ο χειμώνας κι ερχόταν η άνοιξη, τα ζώα τα βγάζαμε από τους στάβλους και τα πηγαίναμε στους αγρούς, κυρίως στην Καραούλα, για να βοσκήσουν το χόρτο που ήταν άφθονο, έφτανε ως το γόνατο. Όταν τέλειωνε ή στέγνωνε το χορτάρι, τα ζώα τα πηγαίναμε σε πιο μακρυνές τοποθεσίες, όπως στον Καραβόπορο, τη Ζγάρη, το Βακούφι, τον Κερεστέ ή το Κουμέρκι για να βοσκήσουν στις καλαμιές, όταν θα είχαν θερίσει τα σιτάρια ή στις καλαμποκιές όταν θα είχαν μαζέψει τις ρόκες. Το χειμώνα πάλι υπήρχαν παντού νερά και λάσπη μέχρι το γόνατο. Επειδή δεν υπήρχε αποχετευτικό δίκτυο για να φεύγουν τα νερά, οι δρόμοι, ειδικά σε μερικά σημεία, ήταν απέραντες λίμνες, αδιάβατες μέχρι την άνοιξη που τραβιούνταν τα νερά. Για παράδειγμα, στο δρόμο του σπιτιού μας από τον Μπαλατσό μέχρι τον Λαβίδα ο δρόμος ήταν κατά κανόνα αδιάβατος. Θυμούμαι ότι στο σχολείο με έπαιρνε ο παππούς μου ή και ο πατέρας μου «τζιτζίνα» και με έφερναν πίσω από το κτήμα του Βαγγέλη Πουλιανίτη και το σπίτι του Χρήστου Νταούλα.
Φυσικά δεν υπήρχε αστική συγκοινωνία, αυτή ήρθε πολύ αργότερα. Ολες οι μεταβάσεις γίνονταν με τα πόδια και όλες οι μεταφορές με τα γαϊδούρια ή με τα κάρρα. Διηγείται πολύ όμορφα η Ελένη Αλεξίου στο βιβλίο ότι τη γιαγιά της και θεία μου Ασπασία τη φέρανε νύφη από τον Λόγγο στον Πυργετό με μουλάρι και μάλιστα με μισό μέτρο χιόνι. Θυμούμαι ότι όταν αρραβωνιάστηκε ο θείος μου Ευγένιος (Μπουλογιώργος) με πήρε η γιαγιά μου (παιδάκι 7-8 ετών) και πήγαμε τα δώρα του αρραβώνα στη θεία μου τη Βάγια στα Ρόγγια με τα πόδια! Εννοείται στο Β΄Γυμνάσιο Τρικάλων όπου ήμουν μαθητής (αρρένων, διότι τότε τα γυμνάσια δεν ήταν μεικτά, όπως σήμερα) και που ήταν κοντά στο σημερινό Νοσοκομείο, πήγαινα με τα πόδια και μάλιστα πρωί και απόγευμα και το Σάββατο, μέχρι την προτελευταία τάξη, που μου πήρε ο πατέρας μου ποδήλατο.
Τι άλλο δεν είχαν τότε οι Πυργετιανοί; Πολλά πράγματα, όπως για παράδειγμα ρολόγια, ιδίως χεριού. Γι΄αυτό, το πρώτο πράγμα που έκανε ο νέος που πήγαινε στο στρατό ήταν να στείλει στο σπίτι του μια φωτογραφία, συνήθως μέσα σε πλαίσιο καρδιάς, με εμφανές το ρολόι στο αριστερό χέρι, που ήταν φυσικά του φωτογράφου… Και πώς ξέραμε πότε θα πάμε στο σχολείο; Απλούστατα, χτυπούσε η καμπάνα. Φυσικά χτυπούσε και για τον όρθρο, τον εσπερινό ή την κυριακάτικη λειτουργία. Και βέβαια για τις κηδείες. Μη φαντασθείτε ότι υπήρχαν κηδειόχαρτα την εποχή εκείνη, όπως δεν υπήρχαν και νεκροφόρες.
Ας δούμε τώρα και μερικά πράγματα που είχε ο Πυργετός.
Είχε, κατ΄αρχήν, ποτάμι. Τον Αγιαμονιώτη, που ήταν και το όριο με τα Τρίκαλα και είχε πολλαπλή χρησιμότητα. Θα σας αναφέρω δυο παραδείγματα:
Δίπλα από τη γέφυρα υπήρχε μια μεγάλη οριζόντια μαρμάρινη πλάκα, που την έλεγαν «κοπάνα». Εκεί έπλεναν όλες οι γυναίκες του Πυργετού τις βελέντζες, τα κιλίμια, τις κουρελούδες και τα βαριά ρούχα, χρησιμοποιώντας τον κόπανο που δεν έλειπε από κανένα σπίτι. Τη χάλασαν όταν έγινε η τσιμεντένια γέφυρα.
Στο ποτάμι αυτό μάθαμε ολη η πιτσιρικάδα να κολυμπούμε. Η θάλασσα τότε ήταν κάτι πολύ μακρυνό. Πολλοί έβλεπαν θάλασσα για πρώτη φορά όταν στρατεύονταν. Στον Αγιαμονιώτη λοιπόν τα καλοκαίρια, όταν οι γονείς μας, ψόφιοι από την κούραση, έπεφταν να κοιμηθούν και μετά να συνεχίσουν τη δουλειά, βρίσκαμε εμείς την ευκαιρία να πάμε κρυφά για μπάνιο σε ένα μέρος δεξιά από τη γέφυρα, προς τη Δέση του Ματσόπουλου για να μη φαινόμαστε, γιατί, όπως καταλαβαίνετε, δε φορούσαμε και μαγιώ... Όμως όταν γυρνούσαμε στο σπίτι τρώγαμε το ξύλο της χρονιάς, διότι κάθε χρόνο πνίγονταν ένα-δυο παιδιά και οι γονείς μας, με το δίκιο τους, φοβόταν. Ο τελευταίος που θυμάμαι ότι πνίγηκε ήταν ο Βασίλης Πετώσης από το Τρικαίογλο. Ένα παιδί λεβέντης και όμορφος σαν άγγελος. Ανέβηκε σε μια ψηλή ιτιά που ήταν δίπλα στην όχθη του ποταμού για να κάνει βουτιά, γιατί είχαμε συναγωνισμό (ήταν τότε και ο Ταρζάν και είμασταν πολύ επηρεασμένοι) και καθώς βούτηξε δεν ξαναβγήκε: έσπασε τον αυχένα του και πέθανε.
Υπάρχουν όμως και ευχάριστες αναμνήσεις από το ποτάμι. Αριστερά από το δρόμο που πάει στα Τρίκαλα, προς τον Πύργο, σε ένα σημείο που το λέγαν «πόρο», υπήρχε άλλη μια…«παραλία» για κολύμπι. Σ΄αυτήν απαγορευόταν να πάμε εμείς, γιατί εκεί πήγαιναν τα μεγάλα παιδιά. Κάποια στιγμή μάθαμε ότι οι μεγάλοι ήξεραν ένα κόλπο για να μάθεις να κολυμπάς. Κάποιος τους είχε πει ότι έπρεπε να κάνουν αυτό που κάνουν οι πάπιες. Τι κάνουν δηλαδή οι πάπιες; Παίρνουν με το ράμφος τους λίπος από το σώμα τους και το αλείφουν στα φτερά κι έτσι το σώμα επιπλέει. Πήραν λοιπόν και οι δικοί μας από μια χούφτα λίπα και αλειφτήκαν από πάνω ως κάτω. Δόξα τω Θεώ λίπα υπήρχε τότε άφθονη σε κάθε σπιτικό, γιατί κάθε οικογένεια από τη δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων και μετά έσφαζε το δικό της γουρούνι και έλιωνε το λίπος του, έφτιαχνε τσιγαρίδες και γέμιζε 3-4 γκαζοτενεκέδες λίπα για τα φαγητά. Το ελαιόλαδο ήταν σπάνιο είδος και φυσικά ακριβό. Μόλις λοιπόν αλειφτήκαν μπήκαν στο ποτάμι και ω του θαύματος! Αρχισαν να φωνάζουν χαρούμενοι «κοίτα, Νάσιο, πλέω». «Κι εγώ Γρηγόρη, δες κολυμπάω». Εμείς απ΄έξω πηγαίναμε να σκάσουμε από τη ζήλεια! Φυσικά δεν έπλεαν ούτε κολυμπούσαν, αλλά επειδή δεν ήταν βαθύ το ποτάμι στο σημείο εκείνο, το πολύ κανένα μέτρο, πατούσαν κάτω στον πάτο. Αυτό όμως δεν τους πείραξε και τόσο. ‘Αλλο ήταν η τραγωδία τους: Η λάσπη που ανέβηκε από τον πάτο, έτσι που την ανακάτευαν με τα πόδια, κόλλησε στη λίπα σαν πίσσα κι έγιναν αραπάδες από τις φτέρνες μέχρι το λαιμό! Χρειάσθηκαν γερό ξυστρί και μπάνιο με ζεστό νερό για να μπορέσουν να βγάλουν τη λάσπη από πάνω τους.
Τι άλλο είχε ο Πυργετός; Οσο και αν φαίνεται περίεργο, είχε έναν λόφο. Ακριβώς δεξιά από το σημείο που είναι σήμερα το μνημείο των πεσόντων μέχρι το οικόπεδο της εκκλησίας. Τον ισοπέδωσε ένα γκρέιντερ της ΜΟΜΑ, γύρω στα 1955. Εμείς τα παιδιά στενοχωρηθήκαμε, γιατί εκεί ανεβαίναμε όταν παίζαμε «σκλαβάκια». Έπαιξε όμως κι έναν άλλο σημαντικό ρόλο αυτός ο λόφος. Το 1907, όταν έγινε η μεγάλη πλημμύρα, που πνίγηκαν από τα νερά γύρω στους 600 Τρικαλινοί και έμειναν άστεγοι 8.οοο, λέγεται ότι οι Πυργετιανοί ανέβηκαν όλοι στο λόφο και σώθηκαν.
Ο Πυργετός δεν αποτελούνταν μόνο από Καραγκούνηδες. Είχε και Βλάχους: το 25% ήταν Βλάχοι. Ήταν άνθρωποι εργατικοί και είχαν άριστες σχέσεις με τους Καραγκούνηδες. Η γιαγιά μου η Ρήνα είχε πολλές φίλες Βλάχες. Θυμάμαι την Αρούλα τη Μπαλτούμα, την Ταμανάκαινα κ. ά. Η γιαγιά μου μιλούσε πολύ καλά τα βλάχικα. Θυμάμαι, όταν αρραβώνιασε τη θεία μου την Άννα, το τελευταίο της κορίτσι, με τον Βασίλη Σιαμπαρίνα από τα Τρίκαλα, βλάχο, ήρθε η συμπεθέρα με όλο το σόι του γαμπρού με τα δώρα να γνωρίσουν και τη νύφη, η οποία τους κέρασε γλυκό του κουταλιού, όπως συνηθιζόταν (σημειωτέον ήμουν παρών). Όταν έφυγαν, η γιαγιά μου ήταν πολύ θυμωμένη. «Ακούς εκεί» μουρμούριζε «να πουν ότι η νύφη ούτε κλαίει ούτε γελάει! Νόμισαν ότι επειδή μιλούσαν βλάχικα δεν θα τους καταλάβαινα»…
Ερώτηση: Φωτογραφείο είχε ο Πυργετός; Φωτογραφείο δεν είχε αλλά είχε φωτογράφο. Και καλόν. Τον Στέφανο Κούκλα, πατέρα της Ελένης Καραφέρη. Όλες οι φωτογραφίες που υπάρχουν για τον Πυργετό αλλά και για τα γύρω χωριά είναι δικές του. Είναι κρίμα που δεν διασώθηκαν τα αρνητικά φιλμ των φωτογραφιών αυτών που πρέπει να ήταν χιλιάδες.
Κουρείο είχε ο Πυργετός; Κουρείο δεν είχε, αλλά είχε κουρέα, τον Κώστα Βουτσελά, γνωστό ως «Χάμω». Ο Χάμως είχε πάει στην Αμερική. Έμεινε λίγα χρόνια και όταν γύρισε έφερε μια κουρευτική μηχανή, μεταχειρισμένη πιστεύω (οι Πυργετιανοί που ήταν κακεντρεχείς λέγαν ότι ήταν το μόνο πράγμα που έφερε από την Αμερική). Κι επειδή κάθε κουβέντα που έλεγε την άρχιζε με τη φράση «εκεί χάμω στο Αμέρικα», του έμεινε το παρατσούκλι. Ο κόσμος μετά την κατοχή και τον εμφύλιο, επειδή είχε κακή ανάμνηση και εμπειρία από τις ψείρες, έδινε μεγάλη σημασία στην καθαριότητα. Το ίδιο και οι δάσκαλοι. Γι΄αυτό, εκτός από τον έλεγχο που μας έκαναν κάθε μέρα στα χέρια και στα αυτιά, λέγοντάς μας ότι δεν πρέπει τα νύχια μας να έχουν «πένθη» και τα αυτιά «σπανάκια», μόλις μεγάλωναν τα μαλλιά μας κανέναν πόντο, μας έστελναν κατ’ ευθείαν σε ώρα μαθήματος στον Χάμω, στο σπίτι του που ήταν απέναντι από το σχολείο. Εμείς δεν θέλαμε να πάμε με τίποτε. Το κούρεμα ήταν ένα μαρτύριο. Η μηχανή τα μισά μαλλιά τα έκοβε και τα άλλα μισά τα ξερρίζωνε, γιατί ήταν σκουριασμένη. Βλέποντας τα τινάγματά μας και κυρίως τα δάκρυα που έτρεχαν σαν νεράκι από τα μάτια μας, ο κουρέας σταματούσε και φώναζε τη γυναίκα του: «Ελένη, φέρε λίγο λάδι». Έφερνε η Ελένη το λαδικό και μούσκευε τη μηχανή. Ετσι, όταν φεύγαμε τά μαλλιά μας εκτός από ξερριζωμένα ήταν και λαδωμένα.
Όσο για παιχνίδια, ανέφερα παραπάνω τα «σκλαβάκια» που ήταν το πιο συνηθισμένο παιχνίδι μας. Άλλα παιχνίδια ήταν η «τσιλίκα» και το «κουτσό». Μπάλα, θα μου πείτε, δεν παίζατε; Βέβαια, και πολύ μάλιστα. Φτιάχναμε μόνοι μας μια μπάλα με κουρέλια που τα δέναμε με γνέμα μάλλινο. Αλλά η χαρά μας ήταν να έρθουν τα Χριστούγεννα και να μας δώσουν οι μεγάλοι τη φούσκα από το γουρούνι, την ουροδόχο κύστη δηλαδή. Τη δέναμε με ένα σκοινί, αφού τη φουσκώναμε, και παίζαμε ατελείωτα. Βάζαμε και γκόλ με κεφαλιές! Και το βράδυ που πηγαίναμε για ύπνο, η μάνα μας μας κυνηγούσε, γιατί το μαξιλάρι βρωμούσε λίγδα και κατρουλιά.
Για να έχετε μια μικρή εικόνα για το τι ήταν τότε ο Πυργετός, κρίνω σκόπιμο να αναφέρω και κάποια επαγγέλματα, που εξαφανίστηκαν.
Πρώτο και καλύτερο της μαμής. Τελευταία μαμή που θυμάμαι ήταν η Αγορίτσα Μπέσιου. Αυτή ξεγέννησε τη μάνα μου όταν γεννήθηκα.
Άλλο επάγγελμα ήταν ο προξενητής. Τελευταίος προξενητής που θυμάμαι ήταν ο Πέτρος Τραχανάς. Φοβερός. Τα μπουρδούκλωνε κι έκανε τα άσπρο μαύρο. «Δεν τραβάει το κορίτσι, η κοπέλα δε βλέπεται» του έλεγαν. «Δεν έχεις δίκιο», επέμενε ο Πέτρος. «Έχει χαρίσματα που δεν φαίνονται». Τελικά το συνοικέσιο γινόταν όχι γιατί η νύφη είχε κρυφά χαρίσματα, αλλά γιατί ο πατέρας έδινε φανερά καλή προίκα.
Να ένα άλλο ενδιαφέρον θέμα που θα άξιζε να σχολιάσουμε. Η προίκα ήταν σημαντικός παράγων τότε στους γάμους. Υπήρξαν γάμοι που διαλύθηκαν λίγο πριν την εκκλησία, εξαιτίας της προίκας. Να σκεφθείτε, όταν η προίκα ήταν χωράφι, στο συμβολαιογραφείο πήγαινε ο πατέρας της νύφης και ο υποψήφιος γαμπρός. Και το συμβόλαιο γινόταν στο όνομα του γαμπρού. Αυτό το ζήτημα δημιούργησε κι ένα πελώριο νομικό ζήτημα το 1982, όταν τροποποιήθηκε το οικογενειακό δίκαιο του Αστικού Κώδικα και καταργήθηκε η προίκα. Προηγουμένως όταν χώριζε η γυναίκα δεν μπορούσε να πάρει αυτόματα το προικώο ακίνητο και ούτε να το πουλήσει, να το δωρίσει κλπ.
Άλλο επάγγελμα που εξαφανίστηκε ήταν του «καλαϊτζή», δηλαδή του γανωματή. Αρκετά συχνά ερχόταν στον Πυργετό ο «Σταύρης» με ένα τρίκυκλο ποδήλατο και μάζευε όλα τα χάλκινα και μπακιρένια μαγειρικά σκεύη για να τα «γανώσει», δηλαδή να τα επαλείψει εσωτερικά με καλάι (εξ ου και καλαϊτζής). Το καλάι είναι ο κασσίτερος, που έχει την ιδιότητα να γυαλίζει τα σκεύη και να τα κάνει να λάμπουν σαν ασημένια. Κυρίως όμως ξέραν οι παληοί ότι το γάνωμα ήταν απαραίτητο για λόγους υγείας, επειδή όταν τριβόταν ο πάτος του σκεύους και φαινόταν ο χαλκός, υπήρχε κίνδυνος να δηλητηριαστείς, αν μαγείρευες σε τέτοιο σκεύος.
Τελευταίο εξαφανισμένο επάγγελμα που θα αναφέρω είναι της ξεματιάστρας. Θυμάμαι την κυρα-Βαγγελιώ να κάνει τα τελετουργικά της και να εξαφανίζεται αμέσως ο πονοκέφαλος, που οφειλόταν στο «κακό μάτι». Αν όμως ο πονοκέφαλος δεν υποχωρούσε, τότε προχωρούσε στη… δευτεροβάθμια ιατρική φροντίδα, δηλαδή κούπες. Οι κούπες (βεντούζες) ήταν ποτήρια με χοντρά συνήθως χείλη, μέσα από τα οποία αφαιρούσαν τον αέρα με ένα βαμβάκι βουτηγμένο στο οινόπνευμα που του έβαζαν φωτιά και τα τοποθετούσαν με δύναμη στην πλάτη του πάσχοντα. Και οι κούπες ήταν δυο ειδών: οι κούφιες και αυτές με αίμα. Στη δεύτερη περίπτωση με ένα ξυράφι χάραζαν το δέρμα στην πλάτη κι έβαζαν από πάνω την κούπα που έτσι ρουφούσε το αίμα. Υπήρχαν όμως και περιπτώσεις που ο πονοκέφαλος αποδεικνυόταν πολύ ανθεκτικός και δεν υποχωρούσε. Τότε αρμοδιότητα είχε το...πανεπιστημιακό νοσοκομείο της Λάρισας, δηλαδή... βδέλες! Και όχι από οπουδήποτε, αλλά μόνο από τη φλέβα της Καραούλας (ποταμός Κουμέρκης)…
Υπάρχουν και άλλα επαγγέλματα που χάθηκαν, καθώς και εργαλεία, φαγητά και συνήθειες που εξαφανίστηκαν, τα οποία αξίζει να τα μνημονεύσουμε κάποια άλλη στιγμή, γιατί αποτελούν την ιστορία μας. Αλλά αυτό θα γίνει κάποια άλλη ώρα.
Με αυτό το νοερό ταξίδι στο παρελθόν, μαζί με το κείμενό μου «Παιδικές αναμνήσεις», καθώς και με το πολεμικό ημερολόγιο του πατέρα μου που περιέχονται στο βιβλίο του Κώστα Πουλιανίτη «Ο ΠΥΡΓΕΤΟΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ», συμπληρώνω προς το παρόν τη συνεισφορά μου στην καταγραφή της τοπικής ιστορίας του Πυργετού.
Είναι δικαιολογημένη η χαρά μου όταν γυρίζω στον Πυργετό όχι για κηδείες και μνημόσυνα, αλλά για άλλου είδους γεγονότα και εκδηλώσεις. Γι΄αυτό ένοιωσα συγκίνηση όταν παραβρέθηκα στην εκδήλωση του Πολιτιστικού Συλλόγου Πυργετού της 2-12-2018 για την παρουσίαση του βιβλίου του συντοπίτη μας Κώστα Πουλιανίτη «Ο ΠΥΡΓΕΤΟΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ», όπου μάλιστα μου έγινε η τιμή να είμαι ο κύριος ομιλητής. Είχα αισθανθεί την ίδια χαρά όταν πριν από 43 χρόνια, το Πάσχα του 1975, είχα προεδρεύσει στην εκδήλωση που πάρθηκε η απόφαση να ιδρύσουμε τον Πολιτιστικό Σύλλογο, για τον οποίο -κολακεύομαι να πιστεύω- έπαιξα κι εγώ κάποιο ρόλο, συντάσσοντας το Καταστατικό του και διεκπεραιώνοντας τη διαδικασία του Πρωτοδικείου (τα λέει πολύ καλά ο γιατρός Θόδωρος Αλεξίου στο αφήγημα που έγραψε στο παραπάνω βιβλίο).
Όπως οι περισσότεροι συντοπίτες μου γνωρίζουν, είμαι γιός του Κωσταντούλα και της Αγορίτσας Αλεξίου. Από τους γονείς μου, που πέθαναν πριν από λίγα χρόνια, κληρονόμησα –μαζί με τον αδερφό μου- μια σημαντική περιουσία σε χωράφια και οικόπεδα στον Πυργετό (δε θα σχολιάσω το ότι αυτό σήμερα θεωρείται κάτι σαν … τιμωρία, λόγω ΕΝΦΙΑ και άλλων φόρων).
Όμως, εκτός από τα περιουσιακά στοιχεία κληρονόμησα, όπως όλοι μας, και κάποια πολιτιστικά στοιχεία, αυτά που ονομάζουμε «πολιτιστική κληρονομιά».
Κάθε λαός και κάθε τόπος έχει την ιστορία και τις παραδόσεις του. Έθιμα, τελετές, ιστορίες και παραμύθια των γιαγιάδων μας, τραγούδια, χοροί, ενδυμασίες, εργαλεία και καθημερινά αντικείμενα άλλων εποχών, όλα αυτά κι άλλα πολλά αποτελούν την πολιτιστική μας κληρονομιά.
Τη λέμε κληρονομιά γιατί σημαίνει πως κάτι ξεχωριστό που παραλάβαμε από τους γονείς και τους παππούδες μας πρέπει να το διαφυλάξουμε για να το παραδώσουμε στα παιδιά και στα εγγόνια μας. Από άγνοια ή αδιαφορία έχουμε χάσει πολλά από αυτά τα στοιχεία, τα πολιτιστικά μας αγαθά, όπως τα λέμε. Η παιδεία μας μάλλον δεν φρόντισε αρκετά να μάθει στα παιδιά, από μια πρώιμη ηλικία, την αξία των πολιτιστικών αγαθών και το σεβασμό γι’ αυτά. Δεν είναι περίεργο που η νέα γενιά ρυπαίνει ή καταστρέφει μνημεία που πρέπει να διαφυλάσσουμε σαν τα μάτια μας.
Ωστόσο, ακόμα προφταίνουμε να σώσουμε κάτι από το παρελθόν μας. Γι΄αυτό κάθε συστηματική προσπάθεια να καταγράψουμε και να προβάλουμε κάποια κομμάτια της πολιτιστικής μας κληρονομιάς που σώζονται ακόμα έχει ιδιαίτερη αξία και σημασία και μας βοηθά να διατηρήσουμε την υπερηφάνεια μας για την καταγωγή μας και την πολιτιστική μας ταυτότητα.
Ξεκινώντας από αυτήν τη σκέψη υπέκυψα στον πειρασμό να ανασύρω από τη μνήμη μου και να αποτυπώσω στο χαρτί κάποια γεγονότα που σκιαγραφούν την εικόνα του παλαιού Πυργετού. Γι΄αυτό θα χρειασθεί να πάμε πίσω στο χρόνο και να κάνουμε νοερά ένα σύντομο ταξίδι στο παρελθόν του Πυργετού. Να δούμε πώς ήταν ο Πυργετός πριν από 60 περίπου χρόνια, όταν εγώ ήμουν παιδάκι με κοντό παντελονάκι.
Ο Πυργετός απέχει από το κέντρο των Τρικάλων περίπου 1500 μέτρα. Δεν ήταν ούτε πόλη ούτε χωριό. Αυτό υπήρξε μεγάλο μειονέκτημα που τον εμπόδισε να αποκτήσει μια αυτοτέλεια και μια ξεχωριστή πολιτιστική οντότητα. Δεν είναι τυχαίο ότι δεν είχε καφενείο, όταν τα άλλα χωριά παραδοσιακά είχαν και έχουν δυο τουλάχιστον καφενεία. Μάλιστα συνήθως στο ένα πήγαιναν οι δεξιοί και στο άλλο οι κεντρώοι και οι αριστεροί. Θυμάμαι ότι ο παππούς μου, ο Αλεξάκος, πήγαινε σχεδόν κάθε μέρα στο καφενείο του Κωστίκα στα Τρίκαλα και έπαιζε πρέφα (και επειδή ήταν πολύ καλός στα χαρτιά μου έφερνε πάντα ένα λουκούμι, αυτό που κέρδιζε από τους συμπαίκτες του).
Ας δούμε λοιπόν ενδεικτικά τι είχε και τι δεν είχε την εποχή εκείνη ο Πυργετός. Ασφαλώς δεν είχε άσφαλτο, δεν είχε τηλέφωνο, δεν είχε ηλεκτρικό ρεύμα. Το ρεύμα ήρθε το 1964. Μέχρι τότε είμασταν με λάμπες πετρελαίου. Εβγαλα όλες τις τάξεις του δημοτικού και του γυμνασίου διαβάζοντας το βράδυ τα μαθήματά μου με μια λάμπα πετρελαίου. Θα μου πείτε, γιατί το βράδυ. Απλούστατα διότι τη μέρα δε μας το επέτρεπαν οι δουλειές που μας ζητούσαν οι γονείς μας και βέβαια το παιχνίδι. Και τη μια έσπαγε το λαμπόγυαλο, την άλλη καιγόταν το φυτίλι ή τελείωνε το πετρέλαιο. Το τηλέφωνο ήρθε το 1968, σε δυο δόσεις. Αρχικά εγκαταστάθηκε ένα μοναδικό τηλέφωνο στο παντοπωλείο του «Κιτσιάκου» (Χρήστου Νταούλα) και κάθε φορά που κάποιος καλούσε έτρεχε ο Χρήστος πρόθυμα (ας είναι καλά ο άνθρωπος) και ειδοποιούσε τον καλούμενο να πάει να μιλήσει. Σε δεύτερη φάση αργότερα άρχισε σιγά-σιγά να γίνεται εγκατάσταση τηλεφωνικής γραμμής σε κάθε σπίτι.
Οι δρόμοι ήταν χωματόδρομοι, το καλοκαίρι όλο χώμα και σκόνη και βουνιές από τα ζώα. Και υπήρχαν πάρα πολλά ζώα την εποχή εκείνη, ιδίως γελάδια, πρόβατα, άλογα, γαιδούρια. Μόλις τέλειωνε ο χειμώνας κι ερχόταν η άνοιξη, τα ζώα τα βγάζαμε από τους στάβλους και τα πηγαίναμε στους αγρούς, κυρίως στην Καραούλα, για να βοσκήσουν το χόρτο που ήταν άφθονο, έφτανε ως το γόνατο. Όταν τέλειωνε ή στέγνωνε το χορτάρι, τα ζώα τα πηγαίναμε σε πιο μακρυνές τοποθεσίες, όπως στον Καραβόπορο, τη Ζγάρη, το Βακούφι, τον Κερεστέ ή το Κουμέρκι για να βοσκήσουν στις καλαμιές, όταν θα είχαν θερίσει τα σιτάρια ή στις καλαμποκιές όταν θα είχαν μαζέψει τις ρόκες. Το χειμώνα πάλι υπήρχαν παντού νερά και λάσπη μέχρι το γόνατο. Επειδή δεν υπήρχε αποχετευτικό δίκτυο για να φεύγουν τα νερά, οι δρόμοι, ειδικά σε μερικά σημεία, ήταν απέραντες λίμνες, αδιάβατες μέχρι την άνοιξη που τραβιούνταν τα νερά. Για παράδειγμα, στο δρόμο του σπιτιού μας από τον Μπαλατσό μέχρι τον Λαβίδα ο δρόμος ήταν κατά κανόνα αδιάβατος. Θυμούμαι ότι στο σχολείο με έπαιρνε ο παππούς μου ή και ο πατέρας μου «τζιτζίνα» και με έφερναν πίσω από το κτήμα του Βαγγέλη Πουλιανίτη και το σπίτι του Χρήστου Νταούλα.
Φυσικά δεν υπήρχε αστική συγκοινωνία, αυτή ήρθε πολύ αργότερα. Ολες οι μεταβάσεις γίνονταν με τα πόδια και όλες οι μεταφορές με τα γαϊδούρια ή με τα κάρρα. Διηγείται πολύ όμορφα η Ελένη Αλεξίου στο βιβλίο ότι τη γιαγιά της και θεία μου Ασπασία τη φέρανε νύφη από τον Λόγγο στον Πυργετό με μουλάρι και μάλιστα με μισό μέτρο χιόνι. Θυμούμαι ότι όταν αρραβωνιάστηκε ο θείος μου Ευγένιος (Μπουλογιώργος) με πήρε η γιαγιά μου (παιδάκι 7-8 ετών) και πήγαμε τα δώρα του αρραβώνα στη θεία μου τη Βάγια στα Ρόγγια με τα πόδια! Εννοείται στο Β΄Γυμνάσιο Τρικάλων όπου ήμουν μαθητής (αρρένων, διότι τότε τα γυμνάσια δεν ήταν μεικτά, όπως σήμερα) και που ήταν κοντά στο σημερινό Νοσοκομείο, πήγαινα με τα πόδια και μάλιστα πρωί και απόγευμα και το Σάββατο, μέχρι την προτελευταία τάξη, που μου πήρε ο πατέρας μου ποδήλατο.
Τι άλλο δεν είχαν τότε οι Πυργετιανοί; Πολλά πράγματα, όπως για παράδειγμα ρολόγια, ιδίως χεριού. Γι΄αυτό, το πρώτο πράγμα που έκανε ο νέος που πήγαινε στο στρατό ήταν να στείλει στο σπίτι του μια φωτογραφία, συνήθως μέσα σε πλαίσιο καρδιάς, με εμφανές το ρολόι στο αριστερό χέρι, που ήταν φυσικά του φωτογράφου… Και πώς ξέραμε πότε θα πάμε στο σχολείο; Απλούστατα, χτυπούσε η καμπάνα. Φυσικά χτυπούσε και για τον όρθρο, τον εσπερινό ή την κυριακάτικη λειτουργία. Και βέβαια για τις κηδείες. Μη φαντασθείτε ότι υπήρχαν κηδειόχαρτα την εποχή εκείνη, όπως δεν υπήρχαν και νεκροφόρες.
Ας δούμε τώρα και μερικά πράγματα που είχε ο Πυργετός.
Είχε, κατ΄αρχήν, ποτάμι. Τον Αγιαμονιώτη, που ήταν και το όριο με τα Τρίκαλα και είχε πολλαπλή χρησιμότητα. Θα σας αναφέρω δυο παραδείγματα:
Δίπλα από τη γέφυρα υπήρχε μια μεγάλη οριζόντια μαρμάρινη πλάκα, που την έλεγαν «κοπάνα». Εκεί έπλεναν όλες οι γυναίκες του Πυργετού τις βελέντζες, τα κιλίμια, τις κουρελούδες και τα βαριά ρούχα, χρησιμοποιώντας τον κόπανο που δεν έλειπε από κανένα σπίτι. Τη χάλασαν όταν έγινε η τσιμεντένια γέφυρα.
Στο ποτάμι αυτό μάθαμε ολη η πιτσιρικάδα να κολυμπούμε. Η θάλασσα τότε ήταν κάτι πολύ μακρυνό. Πολλοί έβλεπαν θάλασσα για πρώτη φορά όταν στρατεύονταν. Στον Αγιαμονιώτη λοιπόν τα καλοκαίρια, όταν οι γονείς μας, ψόφιοι από την κούραση, έπεφταν να κοιμηθούν και μετά να συνεχίσουν τη δουλειά, βρίσκαμε εμείς την ευκαιρία να πάμε κρυφά για μπάνιο σε ένα μέρος δεξιά από τη γέφυρα, προς τη Δέση του Ματσόπουλου για να μη φαινόμαστε, γιατί, όπως καταλαβαίνετε, δε φορούσαμε και μαγιώ... Όμως όταν γυρνούσαμε στο σπίτι τρώγαμε το ξύλο της χρονιάς, διότι κάθε χρόνο πνίγονταν ένα-δυο παιδιά και οι γονείς μας, με το δίκιο τους, φοβόταν. Ο τελευταίος που θυμάμαι ότι πνίγηκε ήταν ο Βασίλης Πετώσης από το Τρικαίογλο. Ένα παιδί λεβέντης και όμορφος σαν άγγελος. Ανέβηκε σε μια ψηλή ιτιά που ήταν δίπλα στην όχθη του ποταμού για να κάνει βουτιά, γιατί είχαμε συναγωνισμό (ήταν τότε και ο Ταρζάν και είμασταν πολύ επηρεασμένοι) και καθώς βούτηξε δεν ξαναβγήκε: έσπασε τον αυχένα του και πέθανε.
Υπάρχουν όμως και ευχάριστες αναμνήσεις από το ποτάμι. Αριστερά από το δρόμο που πάει στα Τρίκαλα, προς τον Πύργο, σε ένα σημείο που το λέγαν «πόρο», υπήρχε άλλη μια…«παραλία» για κολύμπι. Σ΄αυτήν απαγορευόταν να πάμε εμείς, γιατί εκεί πήγαιναν τα μεγάλα παιδιά. Κάποια στιγμή μάθαμε ότι οι μεγάλοι ήξεραν ένα κόλπο για να μάθεις να κολυμπάς. Κάποιος τους είχε πει ότι έπρεπε να κάνουν αυτό που κάνουν οι πάπιες. Τι κάνουν δηλαδή οι πάπιες; Παίρνουν με το ράμφος τους λίπος από το σώμα τους και το αλείφουν στα φτερά κι έτσι το σώμα επιπλέει. Πήραν λοιπόν και οι δικοί μας από μια χούφτα λίπα και αλειφτήκαν από πάνω ως κάτω. Δόξα τω Θεώ λίπα υπήρχε τότε άφθονη σε κάθε σπιτικό, γιατί κάθε οικογένεια από τη δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων και μετά έσφαζε το δικό της γουρούνι και έλιωνε το λίπος του, έφτιαχνε τσιγαρίδες και γέμιζε 3-4 γκαζοτενεκέδες λίπα για τα φαγητά. Το ελαιόλαδο ήταν σπάνιο είδος και φυσικά ακριβό. Μόλις λοιπόν αλειφτήκαν μπήκαν στο ποτάμι και ω του θαύματος! Αρχισαν να φωνάζουν χαρούμενοι «κοίτα, Νάσιο, πλέω». «Κι εγώ Γρηγόρη, δες κολυμπάω». Εμείς απ΄έξω πηγαίναμε να σκάσουμε από τη ζήλεια! Φυσικά δεν έπλεαν ούτε κολυμπούσαν, αλλά επειδή δεν ήταν βαθύ το ποτάμι στο σημείο εκείνο, το πολύ κανένα μέτρο, πατούσαν κάτω στον πάτο. Αυτό όμως δεν τους πείραξε και τόσο. ‘Αλλο ήταν η τραγωδία τους: Η λάσπη που ανέβηκε από τον πάτο, έτσι που την ανακάτευαν με τα πόδια, κόλλησε στη λίπα σαν πίσσα κι έγιναν αραπάδες από τις φτέρνες μέχρι το λαιμό! Χρειάσθηκαν γερό ξυστρί και μπάνιο με ζεστό νερό για να μπορέσουν να βγάλουν τη λάσπη από πάνω τους.
Τι άλλο είχε ο Πυργετός; Οσο και αν φαίνεται περίεργο, είχε έναν λόφο. Ακριβώς δεξιά από το σημείο που είναι σήμερα το μνημείο των πεσόντων μέχρι το οικόπεδο της εκκλησίας. Τον ισοπέδωσε ένα γκρέιντερ της ΜΟΜΑ, γύρω στα 1955. Εμείς τα παιδιά στενοχωρηθήκαμε, γιατί εκεί ανεβαίναμε όταν παίζαμε «σκλαβάκια». Έπαιξε όμως κι έναν άλλο σημαντικό ρόλο αυτός ο λόφος. Το 1907, όταν έγινε η μεγάλη πλημμύρα, που πνίγηκαν από τα νερά γύρω στους 600 Τρικαλινοί και έμειναν άστεγοι 8.οοο, λέγεται ότι οι Πυργετιανοί ανέβηκαν όλοι στο λόφο και σώθηκαν.
Ο Πυργετός δεν αποτελούνταν μόνο από Καραγκούνηδες. Είχε και Βλάχους: το 25% ήταν Βλάχοι. Ήταν άνθρωποι εργατικοί και είχαν άριστες σχέσεις με τους Καραγκούνηδες. Η γιαγιά μου η Ρήνα είχε πολλές φίλες Βλάχες. Θυμάμαι την Αρούλα τη Μπαλτούμα, την Ταμανάκαινα κ. ά. Η γιαγιά μου μιλούσε πολύ καλά τα βλάχικα. Θυμάμαι, όταν αρραβώνιασε τη θεία μου την Άννα, το τελευταίο της κορίτσι, με τον Βασίλη Σιαμπαρίνα από τα Τρίκαλα, βλάχο, ήρθε η συμπεθέρα με όλο το σόι του γαμπρού με τα δώρα να γνωρίσουν και τη νύφη, η οποία τους κέρασε γλυκό του κουταλιού, όπως συνηθιζόταν (σημειωτέον ήμουν παρών). Όταν έφυγαν, η γιαγιά μου ήταν πολύ θυμωμένη. «Ακούς εκεί» μουρμούριζε «να πουν ότι η νύφη ούτε κλαίει ούτε γελάει! Νόμισαν ότι επειδή μιλούσαν βλάχικα δεν θα τους καταλάβαινα»…
Ερώτηση: Φωτογραφείο είχε ο Πυργετός; Φωτογραφείο δεν είχε αλλά είχε φωτογράφο. Και καλόν. Τον Στέφανο Κούκλα, πατέρα της Ελένης Καραφέρη. Όλες οι φωτογραφίες που υπάρχουν για τον Πυργετό αλλά και για τα γύρω χωριά είναι δικές του. Είναι κρίμα που δεν διασώθηκαν τα αρνητικά φιλμ των φωτογραφιών αυτών που πρέπει να ήταν χιλιάδες.
Κουρείο είχε ο Πυργετός; Κουρείο δεν είχε, αλλά είχε κουρέα, τον Κώστα Βουτσελά, γνωστό ως «Χάμω». Ο Χάμως είχε πάει στην Αμερική. Έμεινε λίγα χρόνια και όταν γύρισε έφερε μια κουρευτική μηχανή, μεταχειρισμένη πιστεύω (οι Πυργετιανοί που ήταν κακεντρεχείς λέγαν ότι ήταν το μόνο πράγμα που έφερε από την Αμερική). Κι επειδή κάθε κουβέντα που έλεγε την άρχιζε με τη φράση «εκεί χάμω στο Αμέρικα», του έμεινε το παρατσούκλι. Ο κόσμος μετά την κατοχή και τον εμφύλιο, επειδή είχε κακή ανάμνηση και εμπειρία από τις ψείρες, έδινε μεγάλη σημασία στην καθαριότητα. Το ίδιο και οι δάσκαλοι. Γι΄αυτό, εκτός από τον έλεγχο που μας έκαναν κάθε μέρα στα χέρια και στα αυτιά, λέγοντάς μας ότι δεν πρέπει τα νύχια μας να έχουν «πένθη» και τα αυτιά «σπανάκια», μόλις μεγάλωναν τα μαλλιά μας κανέναν πόντο, μας έστελναν κατ’ ευθείαν σε ώρα μαθήματος στον Χάμω, στο σπίτι του που ήταν απέναντι από το σχολείο. Εμείς δεν θέλαμε να πάμε με τίποτε. Το κούρεμα ήταν ένα μαρτύριο. Η μηχανή τα μισά μαλλιά τα έκοβε και τα άλλα μισά τα ξερρίζωνε, γιατί ήταν σκουριασμένη. Βλέποντας τα τινάγματά μας και κυρίως τα δάκρυα που έτρεχαν σαν νεράκι από τα μάτια μας, ο κουρέας σταματούσε και φώναζε τη γυναίκα του: «Ελένη, φέρε λίγο λάδι». Έφερνε η Ελένη το λαδικό και μούσκευε τη μηχανή. Ετσι, όταν φεύγαμε τά μαλλιά μας εκτός από ξερριζωμένα ήταν και λαδωμένα.
Όσο για παιχνίδια, ανέφερα παραπάνω τα «σκλαβάκια» που ήταν το πιο συνηθισμένο παιχνίδι μας. Άλλα παιχνίδια ήταν η «τσιλίκα» και το «κουτσό». Μπάλα, θα μου πείτε, δεν παίζατε; Βέβαια, και πολύ μάλιστα. Φτιάχναμε μόνοι μας μια μπάλα με κουρέλια που τα δέναμε με γνέμα μάλλινο. Αλλά η χαρά μας ήταν να έρθουν τα Χριστούγεννα και να μας δώσουν οι μεγάλοι τη φούσκα από το γουρούνι, την ουροδόχο κύστη δηλαδή. Τη δέναμε με ένα σκοινί, αφού τη φουσκώναμε, και παίζαμε ατελείωτα. Βάζαμε και γκόλ με κεφαλιές! Και το βράδυ που πηγαίναμε για ύπνο, η μάνα μας μας κυνηγούσε, γιατί το μαξιλάρι βρωμούσε λίγδα και κατρουλιά.
Για να έχετε μια μικρή εικόνα για το τι ήταν τότε ο Πυργετός, κρίνω σκόπιμο να αναφέρω και κάποια επαγγέλματα, που εξαφανίστηκαν.
Πρώτο και καλύτερο της μαμής. Τελευταία μαμή που θυμάμαι ήταν η Αγορίτσα Μπέσιου. Αυτή ξεγέννησε τη μάνα μου όταν γεννήθηκα.
Άλλο επάγγελμα ήταν ο προξενητής. Τελευταίος προξενητής που θυμάμαι ήταν ο Πέτρος Τραχανάς. Φοβερός. Τα μπουρδούκλωνε κι έκανε τα άσπρο μαύρο. «Δεν τραβάει το κορίτσι, η κοπέλα δε βλέπεται» του έλεγαν. «Δεν έχεις δίκιο», επέμενε ο Πέτρος. «Έχει χαρίσματα που δεν φαίνονται». Τελικά το συνοικέσιο γινόταν όχι γιατί η νύφη είχε κρυφά χαρίσματα, αλλά γιατί ο πατέρας έδινε φανερά καλή προίκα.
Να ένα άλλο ενδιαφέρον θέμα που θα άξιζε να σχολιάσουμε. Η προίκα ήταν σημαντικός παράγων τότε στους γάμους. Υπήρξαν γάμοι που διαλύθηκαν λίγο πριν την εκκλησία, εξαιτίας της προίκας. Να σκεφθείτε, όταν η προίκα ήταν χωράφι, στο συμβολαιογραφείο πήγαινε ο πατέρας της νύφης και ο υποψήφιος γαμπρός. Και το συμβόλαιο γινόταν στο όνομα του γαμπρού. Αυτό το ζήτημα δημιούργησε κι ένα πελώριο νομικό ζήτημα το 1982, όταν τροποποιήθηκε το οικογενειακό δίκαιο του Αστικού Κώδικα και καταργήθηκε η προίκα. Προηγουμένως όταν χώριζε η γυναίκα δεν μπορούσε να πάρει αυτόματα το προικώο ακίνητο και ούτε να το πουλήσει, να το δωρίσει κλπ.
Άλλο επάγγελμα που εξαφανίστηκε ήταν του «καλαϊτζή», δηλαδή του γανωματή. Αρκετά συχνά ερχόταν στον Πυργετό ο «Σταύρης» με ένα τρίκυκλο ποδήλατο και μάζευε όλα τα χάλκινα και μπακιρένια μαγειρικά σκεύη για να τα «γανώσει», δηλαδή να τα επαλείψει εσωτερικά με καλάι (εξ ου και καλαϊτζής). Το καλάι είναι ο κασσίτερος, που έχει την ιδιότητα να γυαλίζει τα σκεύη και να τα κάνει να λάμπουν σαν ασημένια. Κυρίως όμως ξέραν οι παληοί ότι το γάνωμα ήταν απαραίτητο για λόγους υγείας, επειδή όταν τριβόταν ο πάτος του σκεύους και φαινόταν ο χαλκός, υπήρχε κίνδυνος να δηλητηριαστείς, αν μαγείρευες σε τέτοιο σκεύος.
Τελευταίο εξαφανισμένο επάγγελμα που θα αναφέρω είναι της ξεματιάστρας. Θυμάμαι την κυρα-Βαγγελιώ να κάνει τα τελετουργικά της και να εξαφανίζεται αμέσως ο πονοκέφαλος, που οφειλόταν στο «κακό μάτι». Αν όμως ο πονοκέφαλος δεν υποχωρούσε, τότε προχωρούσε στη… δευτεροβάθμια ιατρική φροντίδα, δηλαδή κούπες. Οι κούπες (βεντούζες) ήταν ποτήρια με χοντρά συνήθως χείλη, μέσα από τα οποία αφαιρούσαν τον αέρα με ένα βαμβάκι βουτηγμένο στο οινόπνευμα που του έβαζαν φωτιά και τα τοποθετούσαν με δύναμη στην πλάτη του πάσχοντα. Και οι κούπες ήταν δυο ειδών: οι κούφιες και αυτές με αίμα. Στη δεύτερη περίπτωση με ένα ξυράφι χάραζαν το δέρμα στην πλάτη κι έβαζαν από πάνω την κούπα που έτσι ρουφούσε το αίμα. Υπήρχαν όμως και περιπτώσεις που ο πονοκέφαλος αποδεικνυόταν πολύ ανθεκτικός και δεν υποχωρούσε. Τότε αρμοδιότητα είχε το...πανεπιστημιακό νοσοκομείο της Λάρισας, δηλαδή... βδέλες! Και όχι από οπουδήποτε, αλλά μόνο από τη φλέβα της Καραούλας (ποταμός Κουμέρκης)…
Υπάρχουν και άλλα επαγγέλματα που χάθηκαν, καθώς και εργαλεία, φαγητά και συνήθειες που εξαφανίστηκαν, τα οποία αξίζει να τα μνημονεύσουμε κάποια άλλη στιγμή, γιατί αποτελούν την ιστορία μας. Αλλά αυτό θα γίνει κάποια άλλη ώρα.
Με αυτό το νοερό ταξίδι στο παρελθόν, μαζί με το κείμενό μου «Παιδικές αναμνήσεις», καθώς και με το πολεμικό ημερολόγιο του πατέρα μου που περιέχονται στο βιβλίο του Κώστα Πουλιανίτη «Ο ΠΥΡΓΕΤΟΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ», συμπληρώνω προς το παρόν τη συνεισφορά μου στην καταγραφή της τοπικής ιστορίας του Πυργετού.